ὀνομαστός

ὀνομαστός
-ή,-όν + A 3-4-10-0-4=21 Gn 6,4; Nm 16,2; Dt 26,19; 2 Sm 7,9; 1 Chr 5,24
of name, famous, renowned (of pers.) 1 Chr 11,20; id. (of places) Is 56,5
ἄνθρωποι ὀνομαστοί men of renown Gn 6,4
*Ez 39,11 τόπον ὀνομαστόν a place of renown-םשֵׁ מקום־ for MT םשָׁ מקום־ a place where ...
Cf. BARTHÉLEMY 1992 307-309(Ez 39,11)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀνομαστός — named masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνόμαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυροπόλιον — Ονομαστός στο πανελλήνιο ναός της Aρτέμιδας στην αρχαία Ικαρία, στα βόρεια παράλιά της. Βρισκόταν στην τοποθεσία Αυτάκι, όπου υπάρχουν και θερμοπηγές. * * * τὸ, Α [ταυροπόλος (Ι)] ναός τής Ταυροπόλου Αρτέμιδος στην Ικαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”